- στοματικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο στόμα: Η ρινική κοιλότητα επικοινωνεί με τη στοματική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στοματικός — ή, ό / στοματικός, ή, όν ΝΜΑ [στόμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στόμα (α. «στοματική κοιλότητα» β. «στοματικό νόσημα») νεοελλ. φρ. α) «στοματικό κύτταρο» βοτ. καθένα από τα δύο νεφροειδή κύτταρα που περιβάλλουν το στόμα τών φύλλων… … Dictionary of Greek
στοματικά — στοματικός good for the mouth neut nom/voc/acc pl στοματικά̱ , στοματικός good for the mouth fem nom/voc/acc dual στοματικά̱ , στοματικός good for the mouth fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοματικῶν — στοματικός good for the mouth fem gen pl στοματικός good for the mouth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοματικόν — στοματικός good for the mouth masc acc sg στοματικός good for the mouth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοματικαῖς — στοματικός good for the mouth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοματικαί — στοματικός good for the mouth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοματικοῖς — στοματικός good for the mouth masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοματικοῦ — στοματικός good for the mouth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοματικῇ — στοματικός good for the mouth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοματική — στοματικός good for the mouth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)